ἀποκρύψῃς

ἀποκρύψῃς
ἀποκρύπτω
hide from
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • κατακρυφή — κατακρυφή, ἡ (Α) [κατακρύπτω] 1. τρόπος απόκρυψης 2. υπεκφυγή («ἀλλ ἐρῶ οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • σιτοφύλακας — ο / σιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών αρχ. στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες (κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή… …   Dictionary of Greek

  • ταρτουφισμός — ο, Ν η διαγωγή τού Ταρτούφου, προσπάθεια απόκρυψης ελαττωμάτων με συνεχείς ηθικολογίες, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρτούφος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1820 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • φώριος — ον, Α [φώρ] 1. κλεμμένος 2. μτφ. κρυφός («φώριον βλέμμα», Ανθ. Παλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φώριον 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ φώριος τόπος απόκρυψης αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • καπνογόνο — Ειδική συσκευή που σχηματίζει νέφη καπνού, με σκοπό την απόκρυψη περιοχών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εχθρικά βλέμματα. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως συνώνυμο του νεφογόνου, αν και οι νεφογόνες ουσίες παράγουν και διαχέουν στην… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ Άγγελος — I Όνομα δύο δεσποτών της Ηπείρου. 1. Μ. Α’ Ά. Κομνηνός (12ος 13ος αι.). Ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Νόθος γιος του… …   Dictionary of Greek

  • έκλειψη — η 1. ανυπαρξία, έλλειψη, εξαφάνιση. 2. (αστρον.), το φαινόμενο της παροδικής μερικής ή ολικής απόκρυψης του δίσκου του Ήλιου, που οφείλεται στην παρεμβολή της Σελήνης μεταξύ του Ήλιου και της Γης, ή του δίσκου της Σελήνης, που οφείλεται στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”